- ὀξύτητας
- ὀξύτηςsharpnessfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άμβλυνση — η (Α ἄμβλυνσις) [ἀμβλύνω] το να γίνεται κάτι αμβλύ, μετριασμός, ελάττωση ή απώλεια τής οξύτητας, τής αιχμηρότητάς του, στόμωμα νεοελλ. μείωση της οξύτητας τών παθών, μετριασμός, κατευνασμός, μαλάκωμα … Dictionary of Greek
άμβλυνση — η 1. η ελάττωση της οξύτητας, το στόμωμα: Ορισμένα από τα εργαλεία παρουσίαζαν άμβλυνση. 2. χαλάρωση της οξύτητας των παθών, κατευνασμός: Παρουσιάζουν τελευταία κάποια άμβλυνση οι σχέσεις κυβέρνησης και αντιπολίτευσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν … Dictionary of Greek
ακοόμετρο — Ιατρ. συσκευή για την εξέταση τής λειτουργικής κατάστασης τών αφτιών (τής ακουστικής οξύτητας). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. audiometer, νόθο σύνθετο, < audio (< λατ. audio «ακούω») + meter < ελλην. μέτρο (ν)] … Dictionary of Greek
αλκάλωση — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ελάττωση της πυκνότητας H+ στον οργανισμό. Οφείλεται είτε σε απώλεια οξέων είτε σε άθροιση βάσεων. Η α. διακρίνεται σε αναπνευστική και μεταβολική. * * * η Ιατρ. υπερβολικά χαμηλό επίπεδο οξύτητας ή… … Dictionary of Greek
αλλοίωση — Η μεταβολή· η μετατροπή· η τροποποίηση· η νοθεία· η παραποίηση· η αποσύνθεση. (Μουσ.) Στη μουσική, η τροποποίηση της οξύτητας ενός ήχου μέσα στα πλαίσια της κλίμακας. Σημειώνεται με ειδικά σημεία που ονομάζονται σημεία α. και τοποθετούνται δίπλα… … Dictionary of Greek
αμβλύτητα — η (Α ἀμβλύτης) [ἀμβλύς] 1. έλλειψη οξύτητας, αιχμηρότητας 2. εξασθένιση, ατονία, νωθρότητα, νωχέλεια … Dictionary of Greek
απάμβλυνση — η ο περιορισμός της οξύτητας, η εξασθένηση … Dictionary of Greek
αφτί — Αισθητήριο όργανο με ειδικές λειτουργίες δέκτη των ηχητικών ερεθισμάτων και αντίληψης της θέσης της κεφαλής στον χώρο· το α. συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Ανατομικά διακρίνεται σε έξω, μέσο και έσω α.: το πρώτο… … Dictionary of Greek
γλαύκωμα — Οφθαλμική νόσος που οφείλεται σε αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης (άνω των 20 mmHg). Η ονομασία της οφείλεται στο κυανοπράσινο (γλαυκό) χρώμα που αποκτά μερικές φορές η κόρη του ματιού των ατόμων που πάσχουν. Κατά την εξέλιξή της προκαλεί ελάττωση… … Dictionary of Greek